ἐρύγμηλος σ
1ερύγμηλος — ἐρύγμηλος, η, ον (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού ταύρου που προέρχεται από ερυγμή [ερεύγομαι (II)] + επίθημα ηλο] …
2ἐρύγμηλος — loud bellowing masc nom sg …
3ἐρύγμηλον — ἐρύγμηλος loud bellowing masc acc sg ἐρύγμηλος loud bellowing neut nom/voc/acc sg …
4ἐρυγμήλη — ἐρύγμηλος loud bellowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ἐρυγμήλοιο — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg (epic) …
6ἐρυγμήλου — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg …
7ржать — ржу, укр. ржати, ржу, iржати, блр. ржаць, iржаць, др. русск. ръзати, ръжу, сербск. цслав. ръзати, ст. слав. ръжѫ χρεμετίζω (Супр.), сербохорв. р̏зати, р̏же̑м, словен. rzati, rzȃm, ržem, чеш. rzati, ržati, слвц. hržаt᾽, hrzаt᾽, еrdžаt᾽, польск.… …
8-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …
9ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …
10reu-1, rēu-, rū̆ - — reu 1, rēu , rū̆ English meaning: to roar, murmur, etc.. (expr.), onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzel “brũllen, heisere Laute ausstoßen”; “brummen, murren” Material: O.Ind. rü u ti, ruváti, ravati “bellow, roar …