ἐρίφιον
1ἐρίφιον — rubus agrestis neut nom/voc/acc sg …
2ἐριφίων — ἐρίφιον rubus agrestis neut gen pl …
3ἐρίφια — ἐρίφιον rubus agrestis neut nom/voc/acc pl …
4ερίφιο — και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι( ν) και ρίφι( ν)) κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ ιον υποκοριστικό τής λ. έριφος*] …
5εριφιακό — ἐριφιακόν και ριφιακόν, τὸ (Μ) [ερίφιον] κρέας από μικρό κατσίκι …
6χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] …
7Φυτάλης, Λάζαρος — (1831 – 1909). Έλληνας γλύπτης από την Τήνο. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα Δαβίδ και Ποιμήν κρατών ερίφιον, τα οποία φιλοτέχνησε με τον –επίσης γλύπτη– αδελφό του Γεώργιο. Τα έργα αυτά βραβεύτηκαν στην Αθήνα, το δεύτερο μάλιστα και στην… …