ἐρίηρον
1ἐρίηρον — ἐρίηρος faithful masc acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg ἐρίηρος faithful masc/fem acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …
2τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …