ἐρέχθω
1ἐρέχθω — rend pres subj act 1st sg ἐρέχθω rend pres ind act 1st sg …
2ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους …
3ἐρέχθει — ἐρέχθω rend pres ind mp 2nd sg ἐρέχθω rend pres ind act 3rd sg …
4ἐρεχθομένη — ἐρέχθω rend pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ἐρεχθομένην — ἐρέχθω rend pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
6ἐρεχθόμενος — ἐρέχθω rend pres part mp masc nom sg …
7ἐρέχθειν — ἐρέχθω rend pres inf act (attic epic) …
8ἐρέχθεσθαι — ἐρέχθω rend pres inf mp …
9ἐρέχθων — ἐρέχθω rend pres part act masc nom sg …
10ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …
- 1
- 2