ἐρέτης
1ἐρέτης — rowers masc nom sg …
2ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …
3ἐρέται — ἐρέτης rowers masc nom/voc pl ἐρέτᾱͅ , ἐρέτης rowers masc dat sg (doric aeolic) …
4ἐρετέων — ἐρέτης rowers masc gen pl (epic ionic) …
5ἐρετῶν — ἐρέτης rowers masc gen pl …
6ἐρέταις — ἐρέτης rowers masc dat pl …
7ἐρέταισιν — ἐρέτης rowers masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἐρέτη — ἐρέτης rowers masc voc sg …
9ἐρέτην — ἐρέτης rowers masc acc sg (attic epic ionic) …
10ἐρέτου — ἐρέτης rowers masc gen sg …