ἐρέτης

  • 41πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους …

    Dictionary of Greek

  • 42πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση …

    Dictionary of Greek

  • 43συνερέτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κωπηλατεί μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρέτης «κωπηλάτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 44συνηρέτης — και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ ηρέτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 45τεσσαρακόντορος — ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο με σαράντα κουπιά ή σαράντα καθίσματα κωπηλατών, τεσσαρακοντήρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ορος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος] …

    Dictionary of Greek

  • 46τριακόντορος — και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ορος / ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος / ερος] …

    Dictionary of Greek

  • 47υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48φορεσιά — η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.) νεοελλ. κοστούμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. ε σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε σία), πρβλ. εἰρ ε σία: ἐρέτης, ἱκ ε σία: ἱκέτης.… …

    Dictionary of Greek

  • 49ἐρετάων — ἐρετά̱ων , ἐρέτης rowers masc gen pl (epic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 50ἐρέτηισι — ἐρέτῃσι , ἐρέτης rowers masc dat pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)