ἐρέθω
1ερέθω — ἐρέθω (Α) (παλ. ποιητ. τύπος τού ερεθίζω) 1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.) 2. εγείρω, αυξάνω 3. εξερευνώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. *er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ.… …
2ἐρέθω — ἐρ/εθω pres subj act 1st sg ἐρ/εθω pres ind act 1st sg …
3er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung …
4ретивый — ретив, а, о, ретиться горячиться, усердствовать , укр. ретитися бороться , др. русск. реть ж. рвение, усердие, соревнование, распря , ретити побуждать , ретьныи спорный , ст. слав. реть ἅμιλλα, ретити ἁμιλλᾶσθαι (Супр.). Связано чередованием… …
5έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος …
6έρνος — ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α) 1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1. στον πληθ. τά ἔρνεα τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές… …
7ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …
8κατερέθω — (Α) ερεθίζω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρέθω «ερεθίζω»] …
9οροθύνω — ὀροθύνω (ΑΜ) 1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω 2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό τού θ. ορ τού… …
10όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …
- 1
- 2