ἐρώτα

  • 81Μίνεζανγκ — (Minnesang). Ερωτική ποίηση (Minne = έρωτας, Sang = τραγούδι), που άνθησε από τον 12o αι. στις αυλές της βόρειας Γερμανίας και της Αυστρίας, ακολουθώντας την παράδοση των Προβηγκιανών τροβαδούρων. Συνδεόμενο στενά με τον ιπποτικό και με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 82Μοσκώφ, Κωστής — (Θεσσαλονίκη 1939 – Αθήνα 1998). Ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (1989 98). Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης,… …

    Dictionary of Greek

  • 83Μπογιάρντο, Ματέο Μαρία — (Mateo Maria Boiardo, Σκαντιάνο 1441 – Ρέτζο Εμίλια 1494). Ιταλός ποιητής. Πέρασε τη νεότητά του στην αυλή της Φεράρας και από το 1471 1480 ήταν στην υπηρεσία του οίκου Ντ’ Έστε. Αργότερα έγινε αξιωματικός του δούκα της Μοντένα και το 1487 του… …

    Dictionary of Greek

  • 84Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… …

    Dictionary of Greek

  • 85Οβίδιος — (Ovidius Naso, Σουλμόνα 43 π.Χ. – Τόμοι, Μαύρη θάλασσα 17 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Από πολύ νέος είχε εκπληκτική ευκολία στη στιχουργία, την οποία εκτίμησαν πολύ στη Ρώμη οι μεγαλύτεροι ποιητές της εποχής, που ήταν φίλοι του. Την κοσμική ζωή του… …

    Dictionary of Greek

  • 86Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 87Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 88Τανχόιζερ — (Tannhäuser, περίπου 1200 – περίπου 1270). Γερμανός ποιητής από οικογένεια ευγενών, πιθανότατα βαυαρική. Ίσως πήρε μέρος στη Σταυροφορία που οργάνωσε ο Φρειδερίκος Β’· έζησε αρκετό καιρό στη Βιέννη, στην αυλή του Φρειδερίκου του Πολεμοχαρή. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 89ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 90ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …

    Православная энциклопедия