ἐρώτα
51επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
52ερωτάρικος — η, ο [ερωτάρης] ο ερωτικός, αυτός που προέρχεται από έρωτα ή αναφέρεται στον έρωτα …
53ερωτίδια — Γιορτές στις αρχαίες Θεσπιές της Βοιωτίας, πόλη που ήταν από τους κυριότερους τόπους λατρείας του θεού Έρωτα. Στην πόλη υπήρχαν αγάλματα του θεού φιλοτεχνημένα από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο. Εκεί τελούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερώτια,… …
54ερωτίς — ἐρωτίς, ἡ (Α) [έρως] 1. η αγαπημένη, η ερωμένη 2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» νησιά τού έρωτα) …
55ερωτοδέσποινα — η η κυρά τού έρωτα, αυτή που έχει εμπνεύσει τέτοιον έρωτα σε κάποιον ώστε να τόν κάνει δούλο της …
56ερωτοκράτητος — ἐρωτοκράτητος, ον (Μ) [ερωτοκρατώ] αυτός που έχει παραδοθεί στον έρωτα, που έχει νικηθεί από τον έρωτα …
57ερωτοκρατώ — ἐρωτοκρατῶ (Μ) [ερωτοκράτης] κυριαρχώ στον έρωτα, εξουσιάζω στον έρωτα …
58ερωτολογία — η 1. ομιλία, συζήτηση γύρω από τον έρωτα 2. μελέτη, πραγματεία για τον έρωτα 3. το συγγραφικό έργο που ασχολείται υπερβολικά με ερωτικά ζητήματα («όλη σχεδόν η δραματοποιία τών ρομαντικών είναι μικρολόγος ερωτολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος +… …
59ερωτοϋπόληψις — ἐρωτοϋπόληψις, ἡ (Μ) το να παραδέχεται κανείς τον έρωτα, να μην αγνοεί τον έρωτα …
60ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …