ἐρύκεται
1ἐρύκεται — ἐρύ̱κεται , ἐρύκω keep in pres ind mp 3rd sg …
2ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …
3προσπλάζω — Α (ως ποιητ. συντετμημένος τ. τού προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»] …