1ερωμένιον — ἐρωμένιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη …
Dictionary of Greek
2ἐρωμένιον — a little love neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)