ἐρωήσει

  • 1ἐρωήσει — ἐρωέω rush aor subj act 3rd sg (epic) ἐρωέω rush fut ind mid 2nd sg ἐρωέω rush fut ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* …

    Dictionary of Greek