ἐρυσμός
1ερυσμός — ἐρυσμός, ὁ (Α) [ερύω (II)] 1. μέσο προστασίας από τη μαγεία 2. λάχανο τού οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες …
2ἐρυσμός — safeguard masc nom sg …
3ἐρυσμόν — ἐρυσμός safeguard masc acc sg …
4ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …