ἐρυσίβη
1ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… …
2ἐρυσίβη — ἐρυσί̱βη , ἐρυσίβη rust fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (doric) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 3rd sg… …
3ἐρυσίβῃ — ἐρυσί̱βῃ , ἐρυσίβη rust fem dat sg (attic epic ionic) …
4ἐρυσῖβαι — ἐρυσίβη rust fem nom/voc pl …
5ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… …
6ερυσίβιος — ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη] (επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη …
7ερυσίφη — η βοτ. βλ. ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερυσίβη] …
8ερυσιβικός — ή, ό [ερυσίβη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερυσίβη …
9ερυσιβώδης — ες (AM ἐρυσιβώδης, ες) [ερυσίβη] 1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη») 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea …
10ἐρυσίβας — ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem acc pl ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem gen sg (doric aeolic) ἐρυσίβᾱς , ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …