ἐρυθῖνος
1ερυθίνος — ἐρυθῑνος, ὁ (Α) βλ. ερυθρίνος …
2ἐρυθῖνος — masc nom sg …
3ἐρυθῖνοι — ἐρυθῖνος masc nom/voc pl …
4ἐρυθῖνον — ἐρυθῖνος masc acc sg …
5ερυθρίνος — ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος) ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών τής οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με… …
6ἐρυθίνου — ἐρυθί̱νου , ἐρυθῖνος masc gen sg …
7ἐρυθίνους — ἐρυθί̱νους , ἐρυθῖνος masc acc pl …
8ἐρυθίνων — ἐρυθί̱νων , ἐρυθῖνος masc gen pl …