ἐρυθρότης
1ἐρυθρότης — redness fem nom sg …
2ἐρυθρότητα — ἐρυθρότης redness fem acc sg …
3ἐρυθρότητι — ἐρυθρότης redness fem dat sg …
4ἐρυθρότητος — ἐρυθρότης redness fem gen sg …
5ερυθρότητα — η (AM ἐρυθρότης, ή) [ερυθρός] η ιδιότητα τού ερυθρού, το γνώρισμα τού ερυθρού χρώματος, η κοκκινάδα …