ἐρρήθην
1ἐρρήθην — ἐρῶ verbum aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐρῶ verbum aor ind pass 1st sg ῥέομαι flow aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ῥέομαι flow aor ind mp 1st sg …
2είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …
3καταρρηθέντες — καταρρηθέντες, οι (Α) οι κατάδικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥηθείς (μτχ. τού παθ. αόρ. ἐρρήθην τοὺ ρ. εἴρω [II] «λέγω, ομιλώ»)] …
4u̯er-6 (*su̯er-) — u̯er 6 (*su̯er ) English meaning: to talk, speak Deutsche Übersetzung: “feierlich sagen, sprechen” Note: also u̯ere , u̯rē Material: Av. urvüta n. “ determination, command “ (= ῥητόν), next to which from the light basis… …