ἐρμῆς
1Ἑρμῆς — pillar surmounted by bust masc nom sg …
2Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …
3Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… …
4ἑρμῆς — ἑρμάζω steady fut ind act 2nd sg (doric) …
5Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε! — См. Тихий Ангел пролетел …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… …
8Ἑρμαῖ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc nom/voc pl (attic) Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc voc pl (attic) …
9Ἑρμᾶν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc acc sg (doric) Ἑρμᾶ̱ν , Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (epic doric aeolic) …
10Ἑρμῆν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc acc sg (attic epic ionic) Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (epic doric) …