ἐρι-στάφυλος

  • 1φιλοστάφυλος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. ἐρι στάφυλος] …

    Dictionary of Greek