ἐριστικός
1ἐριστικός — eager for strife masc nom sg …
2εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …
3εριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει διάθεση και τάση για καβγά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἐριστικώτερον — ἐριστικός eager for strife adverbial comp ἐριστικός eager for strife masc acc comp sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc comp sg …
6οὑριστικός — ἐριστικός , ἐριστικός eager for strife masc nom sg …
7ἐριστικωτέρων — ἐριστικός eager for strife fem gen comp pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen comp pl …
8ἐριστικῶν — ἐριστικός eager for strife fem gen pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen pl …
9ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg …
10ἐριστικαῖς — ἐριστικός eager for strife fem dat pl …