ἐριστικός

  • 41εριθευτικός — ἐριθευτικός, ή, όν (Μ) [εριθευτός] εριστικός («βλάσφημος καὶ ἐριθευτικὸς καὶ φιλόνεικος», Ευστ.) …

    Dictionary of Greek

  • 42εριστής — ἐριστής, ὁ (Α) [ερίζω] αυτός που αγαπά τις λογομαχίες, ο εριστικός, ο φιλόνεικος …

    Dictionary of Greek

  • 43καβγατζίδικος — και καυγατζίδικος, η, ο [καβγατζής] σχετικός με καβγά, εριστικός. επίρρ... καβγατζίδικα και καυγατζίδικα με εριστικό τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 44κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …

    Dictionary of Greek

  • 45κυρηβάτης — ἡ κυριβάτης, ὁ (Α) [κυρηβάζω] 1. φιλόνεικος, εριστικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀσελγὴς ἐν τῷ λοιδορεῑν» …

    Dictionary of Greek

  • 46λογομάχος — ο (Α λογομάχος) αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός αρχ. αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο …

    Dictionary of Greek

  • 47μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 48μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… …

    Dictionary of Greek

  • 49μαχιμώδης — μαχιμώδης, ῶδες (Α) [μάχιμος] πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 50μαχιστής — μαχιστής, ὁ (Μ) [μαχίζομαι] 1. μαχητής, πολεμιστής 2. φιλόνικος, εριστικός …

    Dictionary of Greek