ἐριστικός
21ἐριστικῶς — ἐριστικός eager for strife adverbial …
22ἐριστικῷ — ἐριστικός eager for strife masc/neut dat sg …
23ἐριστικώτατος — ἐριστικός eager for strife masc nom superl sg …
24ἐριστικώτεραι — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc comp pl …
25ἐριστικώτεροι — ἐριστικός eager for strife masc nom/voc comp pl …
26erístico — (Del gr. eristikos, consistente en discusiones.) ► adjetivo / sustantivo 1 FILOSOFÍA De la escuela socrática de Megara. 2 LÓGICA Se refiere a la escuela o al arte de la controversia, que abusa del procedimiento dialéctico para hacer prevalecer la …
27αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… …
28αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός …
29αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] …
30αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… …