ἐρινύς
1Ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …
2ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …
3Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …
4Ἐρινύς — Ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …
5ἐρινύς — ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …
6ἐρινύων — Ἐρινύς the Erinys gen pl Ἐρινύς the Erinys fem gen pl ἐρινύω pres part act masc nom sg …
7Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
8ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
9Ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …
10ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …