ἐρικυδής
1ερικυδής — ἐρικυδής, ες (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους) 2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ. β. «ἐρικυδέα δῶρα» πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.) 3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή… …
2ἐρικυδής — ἐρικῡδής , ἐρικυδής very famous masc/fem nom sg …
3ἐρικυδῆ — ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4ἐρικυδέα — ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) …
5ἐρικυδές — ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous masc/fem voc sg ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc sg …
6ἐρικυδέστατον — ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous masc acc superl sg ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc superl sg …
7ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …
8κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …
9ἐρικυδέας — ἐρικῡδέας , ἐρικυδής very famous masc/fem acc pl (epic ionic) …
10ἐρικυδέες — ἐρικῡδέες , ἐρικυδής very famous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
- 1
- 2