ἐρεύθημα
1ερεύθημα — ἐρεύθημα, τὸ (Α) [ερευθώ] ερύθημα, κοκκινάδα, κοκκινίλα …
2ἐρευθημάτων — ἐρεύθημα redness neut gen pl …
3ἐρευθήματα — ἐρεύθημα redness neut nom/voc/acc pl …
4ἐρευθήματος — ἐρεύθημα redness neut gen sg …
1ερεύθημα — ἐρεύθημα, τὸ (Α) [ερευθώ] ερύθημα, κοκκινάδα, κοκκινίλα …
2ἐρευθημάτων — ἐρεύθημα redness neut gen pl …
3ἐρευθήματα — ἐρεύθημα redness neut nom/voc/acc pl …
4ἐρευθήματος — ἐρεύθημα redness neut gen sg …