ἐρευνητής
1ἐρευνητής — searcher masc nom sg …
2ερευνητής — ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια* Α και ἐρευνητήρ, ο) [ερευνώ] αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής νεοελλ. 1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας») 2. (φωτογρ.) εξάρτημα… …
3ερευνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που ερευνά, εξεταστής, μελετητής: Οι ερευνητές του διαστήματος. 2. εξάρτημα φωτογραφικής μηχανής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐρευνηταῖς — ἐρευνητής searcher masc dat pl …
5ἐρευνηταί — ἐρευνητής searcher masc nom/voc pl …
6ἐρευνητήν — ἐρευνητής searcher masc acc sg (attic epic ionic) …
7ἐρευνητῶν — ἐρευνητής searcher masc gen pl …
8ἐρευνητά — ἐρευνητά̱ , ἐρευνητής searcher masc nom/voc/acc dual ἐρευνητής searcher masc voc sg ἐρευνητής searcher masc nom sg (epic) …
9αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …
10γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …