ἐρευθαλέος
1ερευθαλέος — ἐρευθαλέος, η, ον ερυθρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος)] …
2ἐρευθαλέη — ἐρευθαλέος ruddy fem nom/voc sg (epic ionic) …
3ἐρευθαλέην — ἐρευθαλέος ruddy fem acc sg (epic ionic) …
4ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) …
5λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …