ἐρετμοῖσιν

  • 1ἐρετμοῖσιν — ἐρετμόν oar neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐρετμός rowing masc dat pl (epic ionic aeolic) ἐρετμόω furnish with oars pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ἐρετμόω furnish with oars pres subj act 3rd sg (epic) ἐρετμόω furnish with oars… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… …

    Dictionary of Greek

  • 3ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… …

    Dictionary of Greek