ἐρεικάς

  • 1ἐρείκας — ἐρείκᾱς , ἐρέικη fem acc pl ἐρείκᾱς , ἐρέικη fem gen sg (doric aeolic) ἐρείκᾱς , ἐρείκη heath fem acc pl ἐρείκᾱς , ἐρείκη heath fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …

    Dictionary of Greek