ἐρεβίνθιον
1ερεβίνθιον — ἐρεβίνθιον, τὸ (Μ) [ερέβινθος] το ρεβίθι …
2ἐρεβίνθιον — neut nom/voc/acc sg …
3ἐρεβίνθια — ἐρεβίνθιον neut nom/voc/acc pl …
4ρεβίθι — και ροβίθι, το, Ν βοτ. ο καρπός τής ρεβιθιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρεβίνθιον, υποκορ. τού ἐρέβινθος*, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. ροθίβι με τροπή τού ε σε ο από παρετυμολογική επίδραση τού τ. ρόβι «είδος δημητριακού»] …