ἐρείπιος
1ἐρείπιος — falling masc/fem nom sg …
2ἐρείπιοι — ἐρείπιος falling masc/fem nom/voc pl …
3ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …
4ἐρείπιον — fallen ruin neut nom/voc/acc sg ἐρείπιος falling masc/fem acc sg ἐρείπιος falling neut nom/voc/acc sg …
5ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… …
6ερειπιώ — (AM ἐρειπιῶ όω) [ερείπιος] κάνω κάτι ερείπιο, ερειπώνω, καταστρέφω …
7ρείπιος — και ρέπιος, α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ερειπίου 2. το ουδ. ως ουσ. το ρείπιο ή ρέπιο το ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπιος με σίγηση τού αρκτικού ε ] …
8ἐρειπίοις — ἐρείπιον fallen ruin neut dat pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut dat pl …
9ἐρειπίου — ἐρείπιον fallen ruin neut gen sg ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen sg …
10ἐρειπίων — ἐρείπιον fallen ruin neut gen pl ἐρείπιος falling masc/fem/neut gen pl …
- 1
- 2