ἐργαστικός
1εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως …
2ἐργαστικός — able to work masc nom sg …
3ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg …
5ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl …
6ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg …
7ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl …
8ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl …
9ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl …
10ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg …