ἐργασείω
1εργασείω — ἐργασείω (Α) επιθυμώ να εργαστώ, να πράξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό παράγωγο από το αοριστικό θ. εργασ τού εργάζομαι] …
2ἐργασείειν — ἐργασείω long to do. be about to do pres inf act (attic epic) …
3ἐργασείεις — ἐργασείω long to do. be about to do pres ind act 2nd sg …
4ἐργασείων — ἐργασείω long to do. be about to do pres part act masc nom sg …
5θαυμασείω — (Μ) τείνω να θαυμάσω, ποθώ να θαυμάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θαυμάζω με την κατάλ. σείω (πρβλ. εργασείω)] …
6κατεργάσειεν — κατά ἐργασείω long to do. be about to do imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …