ἐργαλεῖον ὀρυκτικόν
1ορυκτικός — ὀρυκτικός, ή, όν (Α) [ορύκτης] κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα) …
1ορυκτικός — ὀρυκτικός, ή, όν (Α) [ορύκτης] κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα) …