ἐργάτης
1ἐργάτης — workman masc nom sg …
2εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …
3εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg …
5οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg …
6ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) …
7ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl …
8ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual …
9ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl …
10ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) …