ἐρατεινός
1ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …
2ἐρατεινός — lovely masc nom sg …
3ἐρατεινά — ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἐρατεινῶν — ἐρατεινός lovely fem gen pl ἐρατεινός lovely masc/neut gen pl …
5ἐρατεινόν — ἐρατεινός lovely masc acc sg ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc sg …
6ἐρατειναῖς — ἐρατεινός lovely fem dat pl …
7ἐρατειναί — ἐρατεινός lovely fem nom/voc pl …
8ἐρατεινοί — ἐρατεινός lovely masc nom/voc pl …
9ἐρατεινοῦ — ἐρατεινός lovely masc/neut gen sg …
10ἐρατεινούς — ἐρατεινός lovely masc acc pl …
- 1
- 2