ἐραστός
1ἐραστός — beloved masc nom sg …
2Ἔραστος — masc nom sg …
3εραστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και οικονόμος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Διετέλεσε επίσκοπος της Πονεάδας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Οπαδός της Ακαδημίας,… …
4ἐραστόν — ἐραστός beloved masc acc sg ἐραστός beloved neut nom/voc/acc sg …
5ἐραστοί — ἐραστός beloved masc nom/voc pl …
6ἐραστούς — ἐραστός beloved masc acc pl …
7ἐραστή — ἐραστός beloved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8ἐραστῶς — ἐραστός beloved adverbial …
9ἐραστῷ — ἐραστός beloved masc/neut dat sg …
10ἐραστότερα — ἐραστός beloved neut nom/voc/acc comp pl …
Страницы