ἐπ-ήρετμος

  • 1ισήρετμος — ἰσήρετμος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» κοντά σ αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 2λευκήρετμος — λευκήρετμος, ον (Α) αυτός που έχει λευκά κουπιά («λευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ ή ρετμος, φιλ ήρετμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …

    Dictionary of Greek

  • 4φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek