ἐπ-οικτείρω
91ᾤκτειρες — οἰκτείρω imperf ind act 2nd sg …
92οἴκτιρ' — οἴκτιρε , οἰκτείρω pres imperat act 2nd sg οἴκτῑραι , οἰκτείρω aor imperat mid 2nd sg οἴκτῑρα , οἰκτείρω aor ind act 1st sg (homeric ionic) οἴκτιρε , οἰκτείρω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) οἴκτῑρε , οἰκτείρω aor ind act 3rd sg (homeric …
93οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω …
94οἰκτίραθ' — οἰκτί̱ρατε , οἰκτείρω aor imperat act 2nd pl οἰκτί̱ρατο , οἰκτείρω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) οἰκτί̱ρατε , οἰκτείρω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
95οἰκτίρατ' — οἰκτί̱ρατε , οἰκτείρω aor imperat act 2nd pl οἰκτί̱ρατο , οἰκτείρω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) οἰκτί̱ρατε , οἰκτείρω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
96οἴκτιρον — οἴκτῑρον , οἰκτείρω aor imperat act 2nd sg οἰκτείρω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) οἰκτείρω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
97ἀνοίκτειρον — ἀνά οἰκτείρω aor imperat act 2nd sg ἀνά οἰκτείρω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνά οἰκτείρω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
98ὤικτειρ' — ᾤκτειρα , οἰκτείρω aor ind act 1st sg ᾤκτειρε , οἰκτείρω aor ind act 3rd sg ᾤκτειρε , οἰκτείρω imperf ind act 3rd sg …
99ὤικτιρ' — ᾤκτῑρα , οἰκτείρω aor ind act 1st sg ᾤκτιρε , οἰκτείρω imperf ind act 3rd sg ᾤκτῑρε , οἰκτείρω aor ind act 3rd sg …
100ὤικτειρεν — ᾤκτειρεν , οἰκτείρω aor ind act 3rd sg ᾤκτειρεν , οἰκτείρω imperf ind act 3rd sg …