ἐπ-οικτείρω
101ὤικτιρε — ᾤκτιρε , οἰκτείρω imperf ind act 3rd sg ᾤκτῑρε , οἰκτείρω aor ind act 3rd sg …
102ᾠκτίρεθ' — ᾠκτίρετο , οἰκτείρω imperf ind mp 3rd sg ᾠκτίρετε , οἰκτείρω imperf ind act 2nd pl …
103κατοικτείρω — και κατοικτίρω (ΑΜ) 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.) 2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …
104οικτείρημα — οἰκτείρημα, τὸ (Α) [οικτειρώ] οικτιρμός, ευσπλαγχνία …
105οικτείρησις — οἰκτείρησις, ἡ (Α) [οικτειρώ] ευσπλαγχνία …
106υπεροικτίρω — και ὑπεροικτείρω Α οικτίρω υπέρμετρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκτίρω / οἰκτείρω «λυπάμαι, συμπονώ»] …
107ԱՐԳԱՀԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0343 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c չ.ն. (իբր յարգանդէ եւ յաղեաց խանդաղատիլ. որպէս եւ յայլ լեզուս արգանդ եւ աղիք՝ է եւ գութ). παρακαλέω, ἑλεέω, οἱκτείρω, ὐπερπάσχω , συγγγινώσκω misereor …
108ԱՒԱՂԵՄ — (եցի.) NBH 1 0389 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c ն. ταλανίζω miserum dico, aerumnosum voco, οἱκτείρω miseror, defleo, lugeo Աւաղ կարգալ կամ տալ. աւաղս արկանել. վա՛յ տալ. ողբալ. կարեկից լինել. ապաշաւել. եղկելի համարել. ափսոսալ, լալ, վա՛խ… …
109ԳԹԱՄ — (ացայ. ա՛. լինի եւ իբր ռմկ. գթաց, գթացի՛ր.) NBH 1 0551 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 11c, 12c չ. οἱκτείρω miseror, commiseror, σπλαγχνίζομαι visceribus, affectu misericordiae tangor Շարժիլ ʼի գութ. աղեկիզիլ. խնայել, ողորմել.… …
110οἰκτείραι — οἰκτείραῑ , οἰκτείρω aor opt act 3rd sg …