ἐπ-ετήσιος
1ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg …
2ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός …
3ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) …
5ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg …
6ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl …
7ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg …
8ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl …
9ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl …
10ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg …