ἐπ-ελπίζω
1ἐλπίζω — hope for pres subj act 1st sg ἐλπίζω hope for pres ind act 1st sg …
2ελπίζω — ελπίζω, έλπισα και ήλπισα βλ. πίν. 33 …
3ελπίζω — έλπισα, μτβ. και αμτβ. 1. προσδοκώ, απαντέχω, έχω καλές ελπίδες για το μέλλον: Δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω. 2. (με τελική ή ειδική πρόταση), θεωρώ πιθανό, φαντάζομαι, πιστεύω: Ελπίζω να συνεννοηθήκαμε. ― Ελπίζω ότι θα γίνει καλά σύντομα. 3. (με την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ελπίζω — (AM ἐλπίζω) 1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο 2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι 3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι αρχ. φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ άλλους, < …
5ἐλπίζετε — ἐλπίζω hope for pres imperat act 2nd pl ἐλπίζω hope for pres ind act 2nd pl ἐλπίζω hope for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἐλπίζῃ — ἐλπίζω hope for pres subj mp 2nd sg ἐλπίζω hope for pres ind mp 2nd sg ἐλπίζω hope for pres subj act 3rd sg …
7ἐλπίσει — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd sg (epic) ἐλπίζω hope for fut ind mid 2nd sg ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd sg …
8ἐλπίσουσι — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd pl (epic) ἐλπίζω hope for fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9ἐλπίσουσιν — ἐλπίζω hope for aor subj act 3rd pl (epic) ἐλπίζω hope for fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλπίζω hope for fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10ἐλπίσω — ἐλπίζω hope for aor subj act 1st sg ἐλπίζω hope for fut ind act 1st sg ἐλπίζω hope for aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …