ἐπ-ειρέσθαι
1εἵρεσθαι — εἴρεσθαι , ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) εἴρεσθαι , εἴρω fasten together in rows pres inf mp εἴρεσθαι , εἴρω 2 say pres inf mid (epic ionic) …
2εἰρέσθαι — ἔρομαι ask aor inf mid (ionic) …
3εἴρεσθαι — ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) εἴρω fasten together in rows pres inf mp εἴρω 2 say pres inf mid (epic ionic) …
4εἴρεσθ' — εἴρεσθε , ἔρομαι ask imperf ind mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask pres imperat mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask pres ind mp 2nd pl (epic ionic) εἴρεσθαι , ἔρομαι ask pres inf mp (epic ionic) εἴρεσθε , ἔρομαι ask imperf ind mp …
5επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …