ἐπ-ανείρομαι

  • 1ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] …

    Dictionary of Greek