ἐπ-αμάομαι

  • 1αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… …

    Dictionary of Greek

  • 2επαμώμαι — ἐπαμῶμαι άομαι (AM) 1. επισωρεύω κάτι για τον εαυτό μου μαζεύοντας από το έδαφος «εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί» επισώρευσε με τα χέρια και σχημάτισε στρώμα [από φύλλα]) Ομ. Οδ. 2. το ενεργ. ἐπαμῶ με την ίδια σημασία μσν. 1. συγκαλώ, συναθροίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 3sem-1 —     sem 1     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen, gießen”     Material: Gk. ἀμάομαι ‘sammle”, ἄμη f. “ bucket; pail “ (out of it Lat. ama “Feuereimer”, from which M.H.G. ame, ome, Ger. Ohm “Flũssigkeitsmaß”), ἀμίς f.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary