ἐπ-έοικα
121επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …
122ικτός — ἰκτός, ή, όν (Μ) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκ τός το ικ ανάγεται προφανώς στη μηδενισμένη βαθμίδα *wik τής ρίζας *weik «αποδεικνύομαι αληθής» τών ἔοικα, εἴκω] …
123μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …
124οικότως — οἰκότως (Α) (επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)] …
125οικώς — οἰκώς, υῑα, ός (Α) (ιων. τ. τού ἐοικώς) βλ. έοικα …
126παρέοικα — ΜΑ μοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής. επίρρ... παρεοικότως Α κατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔοικα «μοιάζω»] …
127προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… …
128προσεικής — ές, Α 1. προσείκελος* 2. κολακευτικός, θωπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εικής (< ΙΕ ρ. *weik «αληθεύω, μοιάζω», πρβλ. εἰκ ών, εἴκ ελος, ἔοικα), πρβλ. επι εικής] …