ἐπ-έοικα

  • 111ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… …

    Dictionary of Greek

  • 112αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… …

    Dictionary of Greek

  • 113ανδρείκελος — (Α ἀνδρείκελος), ον) 1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος 2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή …

    Dictionary of Greek

  • 114απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 115αϊκής — ἀικής, ὲς (Α) ποιητικός τύπος τού ἀεικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ στερητ. + θ Fικ < ἔοικα* + κατάλ. ής το ει τής λ. ἀεικὴς* προήλθε μάλλον από επίδραση τών λ. εἰκάζω, εἰκών] …

    Dictionary of Greek

  • 116είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… …

    Dictionary of Greek

  • 117εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… …

    Dictionary of Greek

  • 118εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 119επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 120επιείκελος — ἐπιείκελος, ον (Α) ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος* «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)] …

    Dictionary of Greek