ἐπ-άργεμος
1άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] …
2ἄργεμος — albugo masc nom sg …
3ἄργεμοι — ἄργεμος albugo masc nom/voc pl …
4Аргемон — (Argemone L.) родовое название растений из семейства маковых (Papaveraceae); почти все представители рода А. происходят из Мексико, а многие виды отнесены позднее к роду Papaver мак, того же сем. Назв. происходит от греч. αργεμός бельмо, по… …
5άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… …
6αργεμώνη — η (Α ἀργεμώνη) αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη,… …
7ἀργέμοις — ἄργεμον albugo neut dat pl ἄργεμος albugo masc dat pl …
8ἀργέμοισι — ἄργεμον albugo neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄργεμος albugo masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀργέμου — ἄργεμον albugo neut gen sg ἄργεμος albugo masc gen sg …
10ἀργέμων — ἄργεμον albugo neut gen pl ἄργεμος albugo masc gen pl …
- 1
- 2