ἐπ-)ἐγερτικός
1εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία …
2ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl …
4ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg …
5ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg …
6ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl …
7ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl …
8ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg …
- 1
- 2