ἐπῐκειμαι
1ἐπίκειμαι — to be laid upon pres ind mp 1st sg …
2επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος …
3επίκειμαι — (μόνο στο γ εν. και πληθ. πρόσωπο ενεστ. και πρτ. και μτχ. επικείμενος) 1. έχω τεθεί πάνω σε κάτι, βρίσκομαι πάνω σε κάτι: Τα επικείμενα στα υποκείμενα (νομικός κανόνας, που δηλώνει ότι ο ιδιοκτήτης εδάφους είναι κύριος και των κτισμάτων, δέντρων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπικειμένων — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc/neut gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc/neut gen pl …
5ἐπικείμενον — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc acc sg ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc acc sg ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …
6ἐπίκεισθε — ἐπίκειμαι to be laid upon pres imperat mp 2nd pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres ind mp 2nd pl ἐπίκειμαι to be laid upon imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7ἐπικειμέναις — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem dat pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem dat pl …
8ἐπικειμένη — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἐπικειμένην — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἐπικειμένης — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …